καψιά

καψιά
η
1. κάψιμο, έγκαυμα
2. η ουλή που απομένει από το έγκαυμα
3. το διακριτικό σημείο που σχηματίζεται στους γλουτούς τών ζώων με πυρακτωμένο σίδερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καψ- (αόρ. έ-καψ-α τού καίω) + κατάλ. -ιά, (πρβλ. κλεψ-ιά, κοψ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καψιά — η 1. έγκαυμα, κάψιμο. 2. η ουλή που μένει από έγκαυμα. 3. το διακριτικό σημάδι που σχηματίζεται με πυρακτωμένο σίδερο στους γλουτούς των ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καψιένια βαθμίδα — Μία από τις βαθμίδες της μεσολιθικής εποχής που εντοπίζεται στην Αφρική. Ονομάζεται και καψία. Η βαθμίδα αυτή επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Τυνησία, στην Αλγερία και στην ανατολική Αφρική. Οι μεσολιθικοί άνθρωποι που ζούσαν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”