- καψιά
- η1. κάψιμο, έγκαυμα2. η ουλή που απομένει από το έγκαυμα3. το διακριτικό σημείο που σχηματίζεται στους γλουτούς τών ζώων με πυρακτωμένο σίδερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καψ- (αόρ. έ-καψ-α τού καίω) + κατάλ. -ιά, (πρβλ. κλεψ-ιά, κοψ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.